Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι πολιτιστικές αξίες

См. также в других словарях:

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • παραφιλολογία — η το σύνολο των έργων τού γραπτού λόγου που βρίσκονται στο περιθώριο τής λογοτεχνικής παραγωγής, επειδή δεν πληρούν τους κανόνες και τις απαιτήσεις τής αισθητικής τού λόγου, περιφρονούν βασικές καλλιτεχνικές και πολιτιστικές αξίες και… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Λέβερτιν, Όσκαρ — (Oscar Ivar Levertin, Γκιρτ 1862 – Στοκχόλμη 1906). Σουηδός ποιητής και κριτικός, εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα και έγινε καθηγητής της ιστορίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Με τις παραδόσεις του… …   Dictionary of Greek

  • Μποπ, Φραντς — (Franz Bopp, Μάιντς 1791 – Βερολίνο 1867). Γερμανός γλωσσολόγος. Έθεσε τις βάσεις της συγκριτικής μεθόδου, η οποία συνίσταται στη συστηματική σύγκριση των φωνητικών, μορφολογικών, συντακτικών και λεξικολογικών χαρακτήρων μεταξύ των διάφορων… …   Dictionary of Greek

  • Σινγκ, Τζον Μίλινγκτον — (Synge) (Ράδφαρχαμ, Δουβλίνο 1871 Δουβλίνο 1909). Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας. Στο Παρίσι γνώρισε τον Γιτς, που άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνική εργασία του, στην ιδεολογία του και στις αισθητικές του αρχές. Τα θεατρικά έργα του ήταν λίγα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»